- ὁδόμετρον
- ὁδόμετρονinstrument for measuring distancesneut nom/voc/acc sgὁδόμετροςinstrument for measuring distancesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁδομέτρου — ὁδόμετρον instrument for measuring distances neut gen sg ὁδόμετρος instrument for measuring distances masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHAYLLUS — I. PHAYLLUS Onomarchi Phocensis frater, qui eô in Thessalia occisô, summam imperii suscepit, ac, damna accepta correcturus, magnam mertenariorum multitudinem contraxit, mercedes duplicavit, et a sociis auxilia advocavit, Olympiadis centesimae… … Hofmann J. Lexicon universale
θαλασσοδομέτρης — θαλασσοδομέτρης, ό (Μ) δρομόμετρο πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + οδόμετρον) … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
οδόμετρο — το (ΑΜ ὁδόμετρον, Α και ὁδόμετρος, ὁ) όργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής απόστασης η οποία διανύεται στην ξηρά, αλλ. οδογράφος νεοελλ. (ειδικά) όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τού αριθμού τών στροφών ενός τροχού ή άξονα μετάδοσης … Dictionary of Greek